30/7/07

Νομοσχέδιο για 'Ερευνα και Τεχνολογία: Ασφυκτικός ο κλοιός του κεφαλαίου

(Άρθρο από τον "Κυριακάτικο Ριζοσπάστη", 29/7/2007)



Κεντρικός πυλώνας αύξησης της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων, με βάση τις κατευθύνσεις της Λισαβόνας. Αυτή είναι η θέση που δίνει στην έρευνα και την καινοτομία η ΕΕ. Στόχος, δηλαδή, είναι να συνεισφέρει η έρευνα ακόμα πιο αποδοτικά στην κερδοφορία των επιχειρήσεων και τις γενικότερες οικονομικές και πολιτικές επιδιώξεις του κεφαλαίου. Ετσι, κάθε κράτος - μέλος οφείλει να ανάγει την έρευνα σε εθνική προτεραιότητα και να αυξήσει την κρατική χρηματοδότηση για το συμφέρον πάντα των πολυεθνικών.

Καρπός αυτών των κατευθύνσεων που συναποφασίστηκαν στην ΕΕ είναι και το νέο θεσμικό πλαίσιο για την έρευνα και την τεχνολογία, που κατατέθηκε στη Βουλή την περασμένη Πέμπτη και συζητιέται την ερχόμενη Τρίτη.

Στον πυρήνα του, το νομοσχέδιο διατηρεί τις ρυθμίσεις του προηγούμενου νόμου, του 2919/2001 της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, με τον οποίο θεσμοθετήθηκε η ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των ερευνητικών κέντρων, που υπάγονται στο υπουργείο Ανάπτυξης. Το νέο στοιχείο που φέρνει το νομοσχέδιο της ΝΔ είναι ότι φιλοδοξεί να συνενώσει κάτω από ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, το σύνολο της ερευνητικής δραστηριότητας της χώρας, είτε αυτή διεξάγεται στα ερευνητικά κέντρα, είτε στα πανεπιστήμια, είτε σε άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Για το σκοπό αυτό, στο ήδη υπάρχον υδροκέφαλο σύστημα, προστίθεται μια ακόμα πιο αυταρχική συγκεντρωτική δομή πολυπλόκαμων, αδιαφανών και γραφειοκρατικών μηχανισμών, από επιτροπές και συμβούλια που θα σχεδιάζουν και θα ελέγχουν το «Εθνικό Πρόγραμμα Ερευνας και Τεχνολογίας» (ΕΠΕΤ).

Υλοποίηση του ευρωπαϊκού σχεδιασμού του κεφαλαίου

Δε χρειάζεται να επισημάνουμε ότι το ΕΠΕΤ δεν είναι «εθνικό» πρόγραμμα, με την έννοια κάποιου σχεδιασμού με βάση τις ανάγκες του λαού και της επιστήμης, σε συνδυασμό με τα ενδιαφέροντα και τις δυνατότητες του εγχώριου επιστημονικού και ερευνητικού δυναμικού.

Αντιθέτως, αποτελεί εφαρμογή της ευρωπαϊκής ερευνητικής πολιτικής (7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο και λοιπές χρηματοδοτήσεις) που συντάσσεται με βάση την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Με βάση αυτό, στην Ελλάδα, που έχει υποδεέστερη θέση στην ΕΕ, αναλογεί συγκεκριμένο κομμάτι της πίτας της ερευνητικής δραστηριότητας.

Μάλιστα, κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι επιχειρήσεις τόσο στο σχεδιασμό όσο και στον έλεγχο και την εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων, γεγονός που σημαίνει ότι ο προγραμματισμός της ερευνητικής δραστηριότητας γίνεται με βάση τις προτεραιότητες που κάθε φορά βάζει το κεφάλαιο, στους τομείς εκείνους που κάθε φορά βλέπει πιο άμεση την αύξηση της κερδοφορίας του. Ετσι, κάθε φορά διαμορφώνονται «μόδες» στην έρευνα, όπως σήμερα η νανοτεχνολογία και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ταυτόχρονα, οι υπόλοιποι τομείς υποβαθμίζονται, δε χρηματοδοτούνται, καθώς δε θεωρούνται ανταγωνιστικοί.

Η ΕΕ θέτει μεν ανάμεσα στους στόχους της και την ενίσχυση της βασικής έρευνας, χωρίς ωστόσο να αφήνει περιθώρια πραγματικά ελεύθερης έρευνας και αναζήτησης με σκοπό την πρόοδο της επιστήμης. Αναγνωρίζει ότι η πολιτική της άκρατης εμπορευματοποίησης οδηγεί σε εξάντληση των αναγκαίων αποθεμάτων βασικής γνώσης για την ανάπτυξη εφαρμοσμένης έρευνας και καινοτομίας. Ωστόσο, πριμοδοτεί τη βασική έρευνα (όπως βέβαια και την εφαρμοσμένη) στους συγκεκριμένους τομείς εκείνους που υπάρχει ζήτηση από το κεφάλαιο, υποβαθμίζοντας άλλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ανταγωνιστικά προγράμματα βασικής έρευνας, δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι αντιστοιχεί στις επιστήμες πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, σε σχέση με το πλήθος των υπόλοιπων επιστημονικών τομέων και περιοχών.

Μπορεί η κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι «κυρίαρχος στόχος του νομοσχεδίου είναι η ενίσχυση της μέχρι σήμερα υποβαθμισμένης βασικής έρευνας» και στο νέο θεσμικό πλαίσιο η χρηματοδότηση της βασικής έρευνας να μεταφέρεται στον κρατικό προϋπολογισμό, στην πραγματικότητα όμως αυτό συμβαίνει γιατί οι επιχειρήσεις δεν είναι διατεθειμένες να ρισκάρουν σε αμφιβόλου αποτελέσματος ερευνητικές δραστηριότητες. Ετσι, το ρίσκο το αναλαμβάνει η κοινωνία, ενώ το κέρδος το καρπώνεται το κεφάλαιο.

«Πατάνε πόδι» οι επιχειρήσεις

Εξέχουσα θέση στους μηχανισμούς άσκησης της ερευνητικής πολιτικής κατέχουν οι επιχειρήσεις. Στο «Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας και Τεχνολογίας» (ΕΣΕΤ) - το οποίο αποτελεί το συμβουλευτικό και γνωμοδοτικό όργανο της κυβέρνησης - τα 5 από τα 15 μέλη που το απαρτίζουν προέρχονται από το χώρο των επιχειρήσεων. Αλλά και στο νέο διαχειριστικό όργανο που προβλέπεται, τον «Εθνικό Οργανισμό Ερευνας και Τεχνολογίας» (ΕΟΕΤ), συμμετέχει στο πενταμελές ΔΣ εκπρόσωπος των επιχειρήσεων.

Το πόδι των επιχειρήσεων πατάει γερά και στα ίδια τα ερευνητικά κέντρα, καθώς στα ΔΣ τους προβλέπεται η συμμετοχή εκπροσώπων των επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και οι προσλήψεις και οι προαγωγές των ερευνητών δεν ξεφεύγουν από το άγρυπνο μάτι του κεφαλαίου, καθώς στις επιτροπές αξιολόγησης προσόντων των ερευνητών προβλέπεται η συμμετοχή «διακεκριμένων ερευνητών από το χώρο των επιχειρήσεων»!

Γενικότερα, προβλέπονται επιτροπές και επιτροπάτα, τα οποία ελέγχουν και ξαναελέγχουν τους ερευνητές, τα κέντρα και τα προγράμματα. Για παράδειγμα, ένα πρόσθετο όργανο που ιδρύεται στα ερευνητικά κέντρα, το επιστημονικό συμβούλιο, το οποίο ορίζεται από τον υπουργό και απευθύνεται απευθείας στον πρωθυπουργό, έχει αρμοδιότητες πανεπόπτη ανώτερες από το ΔΣ και τον διευθυντή του κέντρου. Δημιουργούνται, δηλαδή, μηχανισμοί αυστηρότατου ελέγχου της υλοποίησης κατά γράμμα της πολιτικής του κεφαλαίου και της κυβέρνησης.

Αξιολόγηση

Η ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των ερευνητικών κέντρων και η μετατροπή των ερευνητών σε μάνατζερ, είναι εμφανής και μέσω των διαδικασιών εξωτερικής αξιολόγησης που υπήρχαν και στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο και επανέρχονται συμπληρωμένοι με την εσωτερική αξιολόγηση και ταυτόχρονα συνδέονται με τη χρηματοδότηση. Ετσι, κριτήρια της εσωτερικής αξιολόγησης είναι η ικανότητα των ερευνητικών φορέων να προσελκύουν χρηματοδότηση, καθώς και η ικανότητά τους στο μάρκετινγκ. Στα δε κριτήρια εξωτερικής αξιολόγησης συμπεριλαμβάνονται η δημιουργία δραστηριοτήτων εκμετάλλευσης της γνώσης, το κόστος λειτουργίας, η ικανότητα προσέλκυσης χρήματος και εγκεφάλων, ο αριθμός των ευρεσιτεχνιών κ.λπ.

Ετσι, η αξιολόγηση λειτουργεί ως άλλοθι για τη συνεχιζόμενη υποχρηματοδότηση της έρευνας, καθώς θα επιχορηγούνται με ελάχιστα κονδύλια τα λιγοστά εργαστήρια, που θα αξιολογούνται ως κέντρα αριστείας.

Συμπλήρωμα της αντιδραστικής μεταρρύθμισης στην ανώτατη εκπαίδευση

Η έρευνα που θα ανατίθεται στα πανεπιστήμια - όπως φαίνεται και από το υπό συζήτηση στο ΕΣΥΠ νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά - συγκεντρώνεται σε απροσπέλαστους χώρους, αποκομμένους από τη ζωντανή λειτουργία των ιδρυμάτων και τη διδασκαλία και ελεγχόμενους από τις επιχειρήσεις, για να εξασφαλίζεται η αναγκαία μυστικότητα και ασφάλεια. Στόχος του νομοσχεδίου είναι να λειτουργούν και αυτά με τους ίδιους αυταρχικούς όρους, όπως τα ερευνητικά κέντρα και κάτω από ασφυκτικό έλεγχο.

Ταυτόχρονα, προβλέπονται συμπράξεις με ερευνητικά κέντρα και με τον ιδιωτικό τομέα, μέσω των οποίων ενισχύεται η παρέμβαση των επιχειρήσεων στα πανεπιστήμια. Το νομοσχέδιο για την έρευνα έρχεται να συμπληρώσει - όπως άλλωστε έχει δηλώσει η υπουργός Παιδείας - την αντιδραστική μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση, σε συνδυασμό και με το νομοσχέδιο για τα μεταπτυχιακά. Ετσι, θα διευρυνθεί η επιχειρηματική - ιδιωτικοοικονομική λειτουργία των πανεπιστημίων και θα προωθηθεί και το αντιδραστικό καθεστώς λειτουργίας τους, κατά το πρότυπο των ερευνητικών κέντρων.

Αναπροσανατολισμός της έρευνας

Κανένα ζήτημα της έρευνας και του προσανατολισμού της δεν μπορεί να λυθεί προς όφελος του λαού και της ανάπτυξης της επιστήμης, όσο ο σχεδιασμός της ακολουθεί τις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου και της αγοράς για αύξηση του κέρδους. Η έρευνα πρέπει να είναι προσανατολισμένη να ικανοποιεί τις λαϊκές ανάγκες λαμβάνοντας πάντα υπόψη και την εξέλιξη της επιστήμης. Ανάπτυξη της έρευνας με αποκλειστικά κρατική χρηματοδότηση, ισότιμα κατανεμημένη σε όλους τους επιστημονικούς τομείς και τους ερευνητές και όχι με βάση την «ανταγωνιστικότητα» των προγραμμάτων και τις ικανότητες μάνατζερ των επιστημόνων.

Ερευνητική δραστηριότητα που θα προγραμματίζεται, θα οργανώνεται και θα ξετυλίγεται, με τη συμμετοχή και των παραγωγών της νέας γνώσης, των ίδιων των ερευνητών, σε καθεστώς πλήρους διαφάνειας και ελέγχου. Σε συνθήκες συνεργασίας μεταξύ πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, με συνένωση των δυνάμεών τους για την προαγωγή της επιστήμης. Και βέβαια, τα αποτελέσματα της έρευνας να διαχέονται σε ολόκληρη την κοινωνία και να αξιοποιούνται άμεσα για τη βελτίωση της ζωής του λαού αντί να κατοχυρώνονται με εμπορικά σήματα και πατέντες με σκοπό την εμπορική τους εκμετάλλευση.

Τ. Π. - Ε. Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: